"Αναζητώντας ελπιδοφόρους ορίζοντες" του Γιάννη Τόλιου
Γράφει η Μαριάννα Τζιαντζή
Το βιβλίο δεν είναι αυτοβιογραφικό, όμως μιλά, μεταξύ άλλων και για μια προσωπική διαδρομή στον ιδιωτικό και τον δημόσιο στίβο. Δύο τρόποι αφήγησης εναλλάσσονται, καθώς ο Γιάννης Τόλιος μιλά κυρίως σε τρίτο πρόσωπο, αλλά πολλές φορές και σε πρώτο. Εξάλλου από αυτές τις συχνά αθέατες προσωπικές διαδρομές, αντλούμε κι εμείς οι γραφιάδες την πρώτη ύλη για τα δημοσιογραφικά ή τα λογοτεχνικά μας κείμενα.
Το βιβλίο αυτό είναι φιλόδοξο, καθώς μέσα σε 350 σελίδες καλύπτει 65 χρόνια της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας. Δεν είναι δύσκολο, η ανάγνωσή του δεν απαιτεί από τον αναγνώστη να έχει γνώσεις Πολιτικής Οικονομίας. Όμως είναι πυκνό καθώς αναφέρεται σε σημαντικά γεγονότα που σημάδεψαν και τον συγγραφέα αλλά και ευρύτερα τον κόσμο της Αριστεράς. Σίγουρα δεν είναι ένα βιβλίο παραλίας. Η ανάγνωσή του απαιτεί μια στοιχειώδη συγκέντρωση και διανοητική προσπάθεια, όμως τελικά μας ανταμείβει.
Σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη που έδωσε 10 μέρες πριν τις ευρωεκλογές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ρωτήθηκε με ποιον πολιτικό αρχηγό θα προτιμούσε να βρεθεί σε ένα έρημο νησί. Η απάντησή του ήταν: «θα διάλεγα να είμαι με τον κ. Κουτσούμπα για να συζητήσω σε βάθος μαζί του τι είναι αυτό που κάνει κάποιον άνθρωπο σήμερα να είναι κομμουνιστής». (Εδώ η έμφαση στο «σήμερα» λες και κάποτε η ιδιότητα του κομμουνιστή ήταν δικαιολογημένη.) Μια απάντηση που έχει μια δόση σνομπισμού, λες και οι κομμουνιστές είναι κάποιοι γραφικοί τύποι που μοιάζουν περισσότερο με εξωγήινους παρά με κανονικούς ανθρώπους. Θα μπορούσε κανείς να συμβουλέψει τον πρωθυπουργό να διαβάσει το αυτό βιβλίο για να μάθει τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο σήμερα να είναι κομμουνιστής ή μάλλον αυτό που τον κάνει να παραμένει κομμουνιστής, παρά τα στραπάτσα που πέρασε τα τελευταία 60 χρόνια η Αριστερά στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο.
Από πολύ νεαρή ηλικία, πριν από τη δικτατορία, ο νεαρός τότε Γιάννης, εντάχθηκε στις γραμμές της Αριστεράς ως εργαζόμενος μαθητής και αργότερα οργανώθηκε στην αντι-ΕΦΕΕ της σχολής του. Μάλιστα, ήταν αποφασιστική η συμβολή του στο να τυπωθεί το πρώτο φύλλο της παράνομης «Πανσπουδαστικής» καθώς είχε δουλέψει σε τυπογραφείο και είχε ειδικές τεχνικές γνώσεις – το ίδιο και η σύντροφός του, τότε και σήμερα, η Βούλα. Εκείνη την περίοδο τα προσωπικά βιώματα έπαιζαν ίσως πρωταρχικό ρόλο στην απόφαση της πολιτικής στράτευσης. Όμως το γεγονός ότι εξακολούθησε να είναι κομμουνιστής και στα ώριμα χρόνια του, έχει σχέση με την ψυχρή, την αντικειμενική ανάλυση της πραγματικότητας. Χάρη στις σπουδές του στην Οικονομία αλλά και στη διαρκή ενασχόλησή του με τα οικονομικά θέματα και την πολιτική, ο Γιάννης Τόλιος όχι μόνο δεν ξέχασε τα ιδανικά της νιότης του, αλλά συνέχισε να τα υπηρετεί και μάλιστα «αναζητώντας ελπιδοφόρους ορίζοντες… στο δρόμο για το “ιστορικά αναγκαίο”».
Ο κόσμος της Οικονομίας, ο κόσμος των αριθμών, δεν είναι πάντα ευκολοχώνευτος, δεν είναι από πρώτη ματιά συναρπαστικός, δεν προσφέρεται για εύκολα σχόλια, κι έτσι πολλοί νομίζουμε ότι η Οικονομία αφορά μόνο τους ειδικούς. Όμως χωρίς τη στοιχειώδη γνώση αυτού του κόσμου, χωρίς τη γνώση των κοσμογονικών αλλαγών που συντελέστηκαν στην Ελλάδα και τον κόσμο τα τελευταία 35 χρόνια, είναι αδύνατο να εξαχθούν ρεαλιστικά πολιτικά συμπεράσματα, όχι μόνο για το χθες αλλά κυρίως για το σήμερα. Με το νι και με τι σίγμα εξηγεί ο Γ.Τ. τι ήταν η λεγόμενη «πρώτη φορά Αριστερά», εξηγεί την περίφημη «κωλοτούμπα» του 2015 και το τι ακολούθησε. Αναφέρεται αναλυτικά στην τραγωδία των μνημονίων και στο ρημαγμένο μεταμνημονιακό τοπίο.
Πολλά πρόσωπα, εκατοντάδες, περνούν από τις σελίδες του βιβλίου. Είναι οι σύντροφοί του σε ποικίλα εγχειρήματα, οι επιστήμονες, οι δημοσιογράφοι, οι συνδικαλιστές, οι ακτιβιστές με τους οποίους συνομίλησε σε αναρίθμητα συνέδρια, «φόρα», ημερίδες, πολιτικές εκδηλώσεις στην Αθήνα, σε πολλές ελληνικές πόλεις αλλά και στο εξωτερικό. Και σχεδόν όλους τους αναφέρει με το ονοματεπώνυμό τους. Παρεμβάσεις επί παρεμβάσεων. Όργωσε τον κόσμο ο Γιάννης Τόλιος, από το Λονδίνο, το Παρίσι και τη Μόσχα μέχρι την Ινδία, το Μεξικό, την Κούβα και τη Βραζιλία, έδωσε και πήρε από ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόταν τις ίδιες ανησυχίες. Και προφανώς από όλο αυτό το οδοιπορικό, ο συγγραφέας αποκόμισε μια πλούσια πείρα που αποτυπώθηκε στην αρθρογραφία και στα βιβλία του.
Συχνά κάνουμε μια αδόκιμη διάκριση: λέμε ο «πολιτικός», ο «επιστήμονας», ο «καλλιτέχνης», ο «άνθρωπος», ο «οικογενειάρχης» κ.λπ. Στο βιβλίο αυτό ο Γιάννης Τόλιος μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί ο ίδιος έγινε ό,τι έγινε, για το ρόλο που έπαιξε όχι μόνο το πολιτικό, το κοινωνικό κλίμα αλλά και το στενό οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον. Ότι ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, όπως μας υπενθυμίζει στον επίλογο του βιβλίου.
Τις τελευταίες ημέρες όλη η Ελλάδα γελούσε με την τηλεοπτική παρουσιάστρια που είπε: «όταν σπούδαζα δεν είχα χάμπουργκερ, δεν είχα τσίζμπουργκερ». Στα παιδικά του χρόνια ο Γιάννης και τα εννιά αδέλφια του, στο χωριό της ορεινής Ηλείας όπου μεγάλωναν, μερικές φορές στο σπίτι δεν είχαν ούτε ψωμί. Όπως γράφει, γυρνούσε από το σχολείο κι έλεγε στη μάνα του: «μάνα, θέλω ψωμί». Και η απάντηση ήταν: «Βρες εσύ και δώσε και σ’ εμένα»! Μέχρι και τη ζάχαρη που είχαν για τον καφέ, αναγκαζόταν να κρύβει η μάνα για να μην πέσει στα χέρια των παιδιών.
Να μιλήσουμε ξανά στη γλώσσα των αριθμών. 7 χιλιόμετρα απείχε το δημοτικό σχολείο της Δίρβης από την αγροικία της οικογένειας του Γ.Τ. Δύο ώρες ποδαρόδρομο. Το 53, όταν ο Γιάννης πήγε στην Α΄ Δημοτικού, το σχολείο είχε 150 μαθητές και 3 δασκάλους. Όμως η Δίβρη είχε 7 παπάδες, καθέναν για τους 7 μαχαλάδες, τους μικρούς οικισμούς στα όρια της κοινότητας. Μια εύγλωττη περιγραφή της μεταπολεμικής Ελλάδα.
Ο Γιάννης Τόλιος περνά τα εφηβικά του χρόνια στην Αθήνα, όπου συγκατοικεί με τα αδέλφια του. Ασφαλώς η διαδρομή του θα ήταν πολύ διαφορετική αν είχε μείνει στο χωριό. Η μεγάλη πόλη ήταν ταυτόχρονα και το μεγάλο σχολείο για τον μικρό Γιάννη. Εδώ πήγε για πρώτη φορά στη ζωή του σινεμά, οι Άθλιοι ήταν η πρώτη ταινία που είδε. Εδώ, στα εφηβικά του χρόνια, γνώρισε τη βιοπάλη. Δουλειά σε τυπογραφείο στα Εξάρχεια, το βδομαδιάτικο ήταν 100 δρχ. και κάθε μήνα τα δίδακτρα για το νυχτερινό γυμνάσιο ήταν 80 δρχ. Αργότερα έπιασε δουλειά σε ένα επιπλοποιείο στην Ομόνοια, όμως επειδή και πάλι το μεροκάματο δεν έφτανε, ο μικρός Γιάννης άρχισε κάθε Κυριακή τη μέρα να πηγαίνει με καλαθάκι στον Βασιλικό Κήπο, όπως τον έλεγαν τότε, και να πουλάει φιστίκια, πασατέμπο, καραμέλες, τσίχλες και το βράδυ να συνεχίζει τις πωλήσεις στην Αίγλη. Όμως με τα λιγοστά επιπλέον χρήματα που κέρδιζε μπορούσε να πηγαίνει πιο συχνά στον κινηματογράφο! Θυμήθηκα έναν μεγάλο ποιητή, τον Φώτη Αγγουλέ, που κι αυτός, στα στερνά του, πουλούσε τσιγάρα σ’ ένα κασελάκι στην πλατεία Βικτωρίας (σύμφωνα με μια προφορική μαρτυρία).
Ο Γιάννης Τόλιος γνώρισε από πρώτο χέρι το έπος της εσωτερικής μετανάστευσης. Ναι μεν φτώχεια, αλλά και αλληλεγγύη και εξωστρέφεια. Σύντομα δραστηριοποιείται στο χώρο των εργαζόμενων μαθητών, στον σύλλογο ΣΕΜΜΕ που είχε στήσει οργανώσεις σχεδόν σε όλα τα νυχτερινά γυμνάσια. Οι μαθητές δίνουν αγώνα για να μην περάσει το σχέδιο για 7ο χρόνο φοίτησης. Ταυτόχρονα αναπτύσσουν πολιτιστικές δραστηριότητες, ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, εκδίδουν εφημερίδα. Στήνουν και γνωρίζουν έναν άλλο κόσμο, πέρα από το μεροδούλι-μεροφάι.
Διαβάζοντας αυτές τις περιγραφές, διαπιστώνει κανείς πώς η Αριστερά, η νεολαία της ΕΔΑ, είχε ζωντανή παρουσία στον χώρο της εργαζόμενης νεολαίας, κάτι που δεν το ζούμε με την ίδια ένταση σήμερα καθώς το νεολαιίστικο κίνημα συνήθως ταυτίζεται με το φοιτητικό. Οι δεκάδες χιλιάδες μαθητές των νυχτερινών σχολείων, των ΙΕΚ, των διαφόρων ιδιωτικών σχολών, είναι σαν να βρίσκονται κάτω από το ραντάρ του κινήματος.
Σύλληψη και βασανιστήρια στην Ασφάλεια το φθινόπωρο του ’67. Μετά η φυγή και οι σπουδές στην Αγγλία. Άλλο μεγάλο σχολείο κι αυτό. Συμμετοχή στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Αναφέρω αυτές τις λεπτομέρειες γιατί θέλω να υπογραμμίσω τις λαϊκές καταβολές, τις λαϊκές ρίζες του συγγραφέα. Χάρη και σ’ αυτές, αλλά και στις πολύχρονες συστηματικές ερευνητικές, επιστημονικές και κινηματικές του προσπάθειες, ο Γιάννης Τόλιος βρέθηκε και βρίσκεται σ’ αυτό που λέμε «η σωστή πλευρά της Ιστορίας». Η «σωστή πλευρά» δεν είναι αυτή των νικητών αλλά εκείνων που συνεχίζουν να μάχονται και να ελπίζουν για το «ιστορικά αναγκαίο», όπως διαβάζουμε στον υπότιτλο του βιβλίου. Επίσης η σωστή πλευρά, δεν είναι πάντα αυτή των αλάνθαστων.
Αν ήμουν σκηνοθέτης και μου ζητούσαν να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Γιάννη Τόλιου, θα με ιντρίγκαρε ένα περιστατικό των παιδικών του χρόνων στο χωριό, όπως ο ίδιος το αφηγείται. Θα έδινα τον τίτλο «Το παιδί και η αλεπού». Αντιγράφω:
«Μια αλεπού μπήκε στο κοτέτσι της γιαγιάς και έφυγε τρέχοντας, έχοντας αρπάξει μια κότα από το λαιμό! «Κυνήγησε την» μου λέει η γιαγιά και «πάρε πίσω την κότα».! Τρέχω από κοντά, η αλεπού μπροστά με την κότα στο στόμα, εγώ από πίσω …και μετά από ένα-δύο χιλιόμετρα φτάνουμε στα όρια του δάσους. Εκεί η αλεπού σταματάει, αφήνει κάτω την κότα και μου δείχνει τα δόντια της, έτοιμη να μου επιτεθεί! Σταμάτησα φοβισμένος! Τι κάνουμε τώρα; Άρχισα να πετάω πέτρες… αλλά η αλεπού ξαναπαίρνει την κότα και έγινε καπνός… Την ακολούθησα, αλλά αφού μπήκε στο δάσος, δυσκολευόμουν να την ακολουθήσω και τελικά την έχασα!»
Τι κάνουμε τώρα; Πώς κυνηγάμε την αλεπού; Πώς εντοπίζουμε την αλεπού; Πώς καταντήσαμε να θεωρούμε «καθημερινότητα», κάτι σχεδόν φυσιολογικό, το να μας κλέβουν όχι μόνο την κότα αλλά και το μέλλον μας και την αξιοπρέπειά μας; Το βιβλίο αυτό δεν προσφέρει λύσεις και συνταγές, αλλά περιέχει χρήσιμα εργαλεία για να κατανοήσουμε τη στρατηγική και τα πεπραγμένα της αλεπούς ή μάλλον των πολλών αλεπούδων και να οργανώσουμε την καταδίωξή τους.
Να μην παρεξηγηθώ. Το «παιδί και η αλεπού» είναι μια μεταφορά. Το βιβλίο του Γιάννη Τόλιου δεν είναι μια συλλογή από γραφικά στιγμιότυπα. Είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο. Ο συγγραφέας μιλά με φιλοσοφικούς, πολιτικούς και οικονομικούς όρους για τα «μεγάλα ζητήματα» που πρέπει να αναλυθούν, όπως για την πορεία “ανάπτυξης της κυρίαρχης αντίθεσης” στην ελληνική κοινωνία (μεταξύ ελληνικού λαού και εγχώριας ολιγαρχίας και ξένων κέντρων στήριξης της), που έχει ως υπόστρωμα τη “βασική αντίθεση εργασίας – κεφαλαίου”, υπό την επίδραση των διεθνών σχέσεων της χώρας».
Δεν αρκεί η πιλάλα, το τρέξιμο πίσω από την αλεπού.
Χρειάζεται, όπως διαβάζουμε, «να αναλύσουμε τα νέα δεδομένα των τεχνολογικών εξελίξεων και ειδικότερα των ψηφιακών εφαρμογών, σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής και των διεθνών σχέσεων. Χρειάζεται επίσης ανάλυση… των αντιθέσεων που δημιουργεί η αυξανόμενη ανισοκατανομή εισοδήματος και πλούτου σε βάρος των εργαζόμενων και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων… χρειάζεται να λάβουμε υπόψη τις συντελούμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις των κέντρων οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος, καθώς και των αδιεξόδων που δημιουργεί η πολιτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στη διεθνή οικονομική και κοινωνική ζωή … παράλληλα με την αυξανόμενη επιθετικότητα, των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, κατά χωρών και λαών».
Και, «κατά συνέπεια επιβάλλεται η ανάπτυξη πολύμορφων αντιστάσεων και νέων μορφών συσπείρωσης των λαϊκών δυνάμεων, ιδιαίτερα των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας, η επιδίωξη και προώθηση της κοινής πάλης και ενίσχυση της διεθνούς αλληλεγγύης, καθώς και η ανάπτυξη νέων μορφών δράσης για “αφύπνιση των πολλών”…».
Αν ήμουν εκδότης του Γιάννη Τόλιου, θα διάλεγα έναν μονολεκτικό τίτλο γι’ αυτό το βιβλίο. Κι αυτός θα ήταν «Παρών». Ο συγγραφέας ήταν παρών στα φαινομενικά εύκολα αλλά και στα δύσκολα. Σε αυτά που ζήσαμε και ζούμε. Παρών όχι σαν ουδέτερος, παντεπόπτης και πάνσοφος παρατηρητής αλλά σαν μαχόμενος και σκεπτόμενος άνθρωπος της εποχής μας.